αλλοτριόγαμος

αλλοτριόγαμος
ἀλλοτριόγαμος, -ον (Μ)
αυτός που λοξοκοιτάζει ξένο γάμο, τη γυναίκα κάποιου άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + γάμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”